Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Αχ βρε Euro 2004 τι κακό μας έκανες!

Ήταν 4 Ιουλίου 2004. Μια ημερομηνία που θα μείνει χαραγμένη στην μνήμη μου. Τόσο χαραγμένη που κάθε χρόνο, όταν βλέπω τα στιγμιότυπα, με πιάνει ένα ρίγος. Θέλω να πιστεύω ότι το ίδιο ισχύει και για άλλους. Αναμφισβήτητα ήταν η μεγαλύτερη ποδοσφαιρική επιτυχία. Δεν ήταν απλώς πρόκριση σε Euro ή Mundial, ήταν τρόπαιο.

Γράφει η Δώρα Βελέντζα

Κάτι που δεν περιμέναμε (ούτε στα πιο τρέλα μας όνειρα) να συμβεί. Ειδικά από μια γενιά ποδοσφαιριστών που είχαμε υποτιμήσει, τουλάχιστον σε εθνικό επίπεδο. Ο καθένας μας κοίταγε τους παίκτες της ομάδας που υποστήριζε. Στις ήττες φταίγανε οι άλλοι και οι νίκες πάντα τις φέρνανε οι «δικοί» μας . Πότε δεν τους βλέπαμε ως σύνολο. Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι τους υποβαθμίζαμε - έξου και τα περί υποτιμημένης γενιάς – που ίσως βγήκε και σε καλό . Κρίνοντας βέβαια από το αποτέλεσμα (τρόπαιο ).

Με εξαίρεση τον  Νικολαΐδη – που είχε θεοποιηθεί πριν καν πάει στην ΑΕΚ – όλοι οι υπόλοιποι δεν χαίρανε και πολλής εκτίμησης . Όχι μόνο από παράγοντες αλλά κυρίως από οπαδούς. Ο Νικοπολίδης πότε δεν αγαπήθηκε από τους Παναθηναϊκούς και πάντα τον σιχτίριζαν. Ακόμα και όταν η ομάδα τους έκανε πορείες . Μπασινάς – Σεϊταρίδης – Φύσσας- Παπαδοπούλος – Γκούμας – Καραγκούνης ήταν μέλη της «γενιάς της Ριζούπολης» ( ξέρετε όλοι τι λέγονταν για αυτούς ). Ο Τσιάρτας είχε πάντα μια σχέση αγάπης – μίσους με τους ΑΕΚτζήδες . Έκτος από Νταμπίζα – Δέλλα – Βρύζα ( τους …. γλίτωσε από το μαρτύριο το εξωτερικό), για τους υπολοίπους της αποστολής οι σχέσεις τους με τους οπαδούς ήταν ούτε κρύο ούτε ζέστη. Αυτό είχε οδηγήσει την γενιά αυτή να μην έχει τόση εμπιστοσύνη στον εαυτό της.

Φυσικά και δώσανε απαντήσεις με την κατάκτηση του τροπαίου. Αλλά ακόμα και τότε, συνέχιζαν να τους υποβαθμίζουν. Λες και πήραν ... άλλοι το τρόπαιο. Ξαφνικά η εθνική ξαναπόκτησε «στάμπα». Κάθε μη κλήση ποδοσφαιριστή στην Εθνική αποτελούσε μείζον θέμα και αφορμή για σπόντες. Φυσικά υπήρχαν και υπονοούμενα που δεν έπρεπε καν να ειπωθούν. Έφτανε η εθνική να παίζει στην Κρήτη γιατί μόνο εκεί γέμιζε το γήπεδο. Αν είναι δυνατόν! Σε κάθε αποτυχία φταίγανε οι παίκτες και έπρεπε να κληθούν άλλοι. Πάλι καλά που ο Ρεχάγκελ δεν καταλάβαινε από τέτοια. Πότε δεν τους συμπαθήσαμε ως μελή της εθνικής ομάδας. Πότε δεν τους επιβραβεύσαμε. Πάντα τους στήναμε στον τοίχο.

Το κακό της υπόθεσης είναι άλλο. Από το 2007 και μετά, όλες  αυτές οι κακές συνήθειες σταμάτησαν· εν μέρει. Πού και πού επανέρχονται. Η θέση τους πάντως δεν έχει μείνει κενή. Έχουν αντικατασταθεί από μια χειρότερη συνήθεια: την υπερβολή. Από πού προέκυψε αυτή η αλλαγή, θα αναρωτηθεί κάποιος. Ποιο ήταν το έναυσμα; Για όποιον δεν θυμάται, υπενθυμίζω ότι το 2007 ήταν το Ευρωπαϊκό Νέων. Ναι εκείνο το Νέων που ανακαλύφθηκαν μεγάλα ταλέντα. Η πλειοψηφία τους ( βέβαια) πλέον είναι στην αφάνεια και σε μικρότερες κατηγορίες. Και όμως είχαμε βιαστεί τότε να δώσουμε «ταμπέλες» – διαφορετικές τελείως από αυτές του 2004. «Ταμπέλες» που ούτε η γενιά του 2004 δεν είχε την χαρά να ακούσει. Ξαφνικά βρεθήκαν ο νέος Σαραβάκος , ο νέος Αντωνιάδης και διαφορά τέτοια. Αλήθεια είχε πότε την χαρά ο Τσιάρτας να τον αποκαλούν νέο Σαραβάκο; ‘Η ο Χαριστέας νέο Αντωνιάδη ; Και μόνο που το ανέφερε κάποιος αμέσως λέγανε ιεροσυλία. Δηλαδή τότε ήταν ιεροσυλία και τώρα δεν είναι;


Μόνο που οι «ταμπέλες» διαμορφώνουν καριέρες για όσους δεν το έχουν αντιληφθεί. Όσοι δεν τις έχουν, κάνουν ( ή έχουν κάνει ) αξιόλογη καριέρα στο εξωτερικό. Απεναντίας, αυτοί  με τις «ταμπέλες» συνήθως κάνουν μέτρια (ή και καθόλου ) καριέρα στο εξωτερικό. Δεν μιλάμε για Ελλάδα. Εδώ έχουμε το κακό μέσω των media, να φουσκώνουμε μυαλά. Άμα  βγαίνει ένας -και μέτριος να είναι -  παρουσιάζεται ως παικταράς. Αυτό συντηρείται βεβαίως μέχρι το τέλος της καριέρας. Εάν ο «παιχταράς» κάνει κακά παιχνίδια, δεν φταίει πότε ο ίδιος. Φταίνε πάντα ο προπονητής και οι συμπαίκτες. Ευτυχώς (για μας τους ρομαντικούς ) η γενιά του 2004 ήταν οι συμπαίκτες που έφταιγαν πάντα. Ενώ οι τωρινές γενιές είναι οι παικταράδες που πρέπει να τους χαϊδεύουμε πάντα τα αυτιά. Αμ δεν είναι έτσι το ποδόσφαιρο.

Έτσι και αλλιώς το ποδόσφαιρο μας έχει χάσει την ομορφιά του. Την έχασε από την δεκαετία του ’90 (με μερικές εξαιρέσεις κατά την πάροδο των χρόνων) όταν άρχισαν να πληθαίνουν οι ξένοι παίκτες. Ξεκίνησε η προσωπολατρία παικτών από τότε που ολοένα και γιγαντώνεται μέχρι σήμερα. Το τρόπαιο θα έπρεπε κανονικά - αν όχι να την εξαφανίσει -  τουλάχιστον να την μειώσει. Αυτό δεν έγινε πότε (ενώ θα έπρεπε). Έτσι η γενιά αυτή χάνεται - πέρα το τρόπαιο που έφερε - στον τυφώνα της προσωπολατρίας . Δεν είναι κρίμα και άδικο;  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου